καλίγια

καλίγια
καλίγιον
caliga
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περισουφρώνω — ΝΜ νεοελλ. κλέβω λίγα λίγα και τά μαζεύω, αφαιρώ βαθμιαία («ό,τι μπορώ περισουφρώνω κάθε μέρα») μσν. επιδιορθώνω κάτι με ραφή, με σούφρα, συμμαζεύω, μπαλώνω, περιμαζεύω («τὰ καλίγια μου... ἔπιασα τάχατε μικρὸν νὰ τὰ περισουφρώσω», Πρόδρ.) …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”